- ναρδικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό νάρδος ή που προέρχεται από τη νάρδο («ναρδικό οξύ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάρδινος — η, ο (Α νάρδινος, ίνη, ον) [νάρδος] 1. ναρδικός, από νάρδο 2. φρ. «νάρδινο μύρο» ελαιώδης αρωματική ουσία που προέρχεται από τη νάρδο … Dictionary of Greek